λατινιστής — ο 1. ο φιλόλογος που ασχολείται με τη λατινική γλώσσα. 2. ο καθηγητής των λατινικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λατίνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Λατίου. Βλ. λ. Λατίνοι. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. * * * η, ο (AM λατῑνος, ίνη, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λάτιο (α. «λατίνη διάλεκτος» β. «λατῑναι ἑορταί», Διον. Αλ.) 2. (το αρσ … Dictionary of Greek
Άντισον, Τζόζεφ — (Joseph Addison, Μίλστον 1672 – Λονδίνο 1719). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Γιος κληρικού, υπήρξε λαμπρός λατινιστής, εγκατέλειψε όμως τις κλασικές σπουδές και αφοσιώθηκε στην πολιτική. Μέλος της ομάδας των Ουίγων (Whigs), των φιλελευθέρων… … Dictionary of Greek
Κομμοδιανός — (3ος αι. μ.Χ.). Ο πρώτος χριστιανός Λατίνος ποιητής, πιθανώς αφρικανικής καταγωγής. Σύμφωνα με μαρτυρίες του πρεσβύτερου της Εκκλησίας της Μασσαλίας, Γενναδίου, αφού μελέτησε τη φιλοσοφία των εθνικών και τα βιβλία των χριστιανών, ασπάστηκε τη νέα … Dictionary of Greek
Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… … Dictionary of Greek