λατινιστής

λατινιστής
ο
1. φιλόλογος ειδικευμένος στη μελέτη και έρευνα τής λατινικής γραμματείας
2. καθηγητής τών Λατινικών, τής λατινικής γλώσσας και φιλολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. latiniste < μσν. λατ. latinista < λατ. latinus. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν γαλλικής γλώσσης τού Γρηγορ. Γ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λατινιστής — ο 1. ο φιλόλογος που ασχολείται με τη λατινική γλώσσα. 2. ο καθηγητής των λατινικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λατίνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Λατίου. Βλ. λ. Λατίνοι. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. * * * η, ο (AM λατῑνος, ίνη, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λάτιο (α. «λατίνη διάλεκτος» β. «λατῑναι ἑορταί», Διον. Αλ.) 2. (το αρσ …   Dictionary of Greek

  • Άντισον, Τζόζεφ — (Joseph Addison, Μίλστον 1672 – Λονδίνο 1719). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Γιος κληρικού, υπήρξε λαμπρός λατινιστής, εγκατέλειψε όμως τις κλασικές σπουδές και αφοσιώθηκε στην πολιτική. Μέλος της ομάδας των Ουίγων (Whigs), των φιλελευθέρων… …   Dictionary of Greek

  • Κομμοδιανός — (3ος αι. μ.Χ.). Ο πρώτος χριστιανός Λατίνος ποιητής, πιθανώς αφρικανικής καταγωγής. Σύμφωνα με μαρτυρίες του πρεσβύτερου της Εκκλησίας της Μασσαλίας, Γενναδίου, αφού μελέτησε τη φιλοσοφία των εθνικών και τα βιβλία των χριστιανών, ασπάστηκε τη νέα …   Dictionary of Greek

  • Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”